- δραματοποιός
- δραματο-ποιός, der Schauspiele verfertigt, der Schauspieldichter
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
δραματοποιός — ο (AM δραματοποιός) νεοελλ. συγγραφέας δραματικών έργων, δραματογράφος αρχ. δραματικός ποιητής, ποιητής τού θεάτρου … Dictionary of Greek
-ποιός — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, με μεγάλη παραγωγική δύναμη, που συνδέεται με το ρ. ποιῶ. Η παραγωγική σχέση μεταξύ τού ρ. ποιῶ και τών συνθέτων σε ποιός δεν έχει προσδιοριστεί με βεβαιότητα. Το… … Dictionary of Greek
δραματογράφος — ο, η συγγραφέας δραμάτων, δραματοποιός … Dictionary of Greek
δραματουργός — ο, η (Α ως επίθ. δραματουργός, όν) νεοελλ. δραματοποιός αρχ. 1. δραματικός 2. δημιουργός, αίτιος, πρόξενος κάποιου πράγματος … Dictionary of Greek